Ο Ιούνιος ήταν ο μήνας του θερισμού. Κουκιά, κριθάρι και σιτάρι θερίζονταν με το δρεπάνι (σίερο), ενώ τα ρεβύθια τραβιόνταν με το χέρι. Στοιβιάζονταν και δένονταν σε δεμάτια, ενώ λίγες μέρες αργότερα φορτώνονταν σε γαϊδούρια ή μουλάρια και μεταφέρονταν στ' αλώνια (κουβάλημα).
Η χρήση αλωνιστικών μηχανών εμφανίσθηκε γύρω στο 1950 και γενικεύθηκε το 1960. Η ανυπόφορη ζέστη, το κλειστό και σφιχτοδεμένο ντύσιμο και το επίπονο της εργασίας αυτής έκαναν τον ιδρώτα να ρέει ασταμάτητα, το στόμα να ξεραίνεται από τη δίψα και το θέρος μια από τις πιο βαριές γεωργικές ασχολίες. Σε περιοχές όπου υπήρχε μια ομοιόμορφη και εκτεταμένη σιταροκαλλιέργεια (π.χ. στον Κάμπο της Κώμης) το θέρος γινόταν την ίδια μέρα απ' όλους σχεδόν τους γεωργούς που είχαν χωράφια ο' αυτή την περιοχή. Συγκεκριμένα οι κάτοικοι του χωριού πληροφορούνταν από τον διαλαλητή (ντελάλη) τις τοποθεσίες στις οποίες θα επιτρεπόταν το θέρος την επόμενη ή μεθεπόμενη μέρα (διασάκια). Με τον τρόπο αυτό οι παλιοί Καλαμωτούσοι μετέτρεπαν τη σκληρή αυτή αγροτική ασχολία σε πραγματικό πανηγύρι, ενώ ταυτόχρονα απόφευγαν πιθανές παρεξηγήσεις για το θέρισμα του ενδιάμεσου αυλακιου,που χώριζε γειτονικά χωράφια. Αρκετές φορές μάλιστα σιγοτραγουδούσαν λαϊκά αυτοσχέδια άσματα, σαν αυτό που ακολουθεί:
(1)
Μια γκαστρωμένη θέριζε
ένα κοντό σιτάρι
δρομί-δρομί το θέριζε
δρομί-δρομί το πάει.
(2)
Κι εκεί όπου το θέριζε
χρυσός αετός της πέφτει
το βάλλει στην ποδίτσα της
και πα' να το ξωρίσει.
(3)
Στο δρόμο που το πήγαινε
μια πέρδικα την είδε
μαρή σκύλα, μαρή άνομη
που πας να το ξωρίσεις.
(4)
Εγώ 'χω δεκαοχτώ παιδιά
και πάσχω να τα θρέψω
και σ' έχεις το χρυσό αετό
και πας να τον ξωρίσεις.
(5)
Βάλε τον στην ποδίτσα του
και πίσω να γυρίσεις.
Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου, το καπνόφυτο, που είχε αρχίσει να ριζώνει και ν' αναπτύσσεται, απαιτούσε τη φροντίδα του γεωργού. Η στεγνή και ξερή βάση των καρικιών σκαβόταν προσεκτικά με μια μικρή αξίνη (αξινάκι), για να μπορεί έτσι να αερίζεται το φυτό, απομακρύνοντας ταυτόχρονα οτιδήποτε άλλο είχε φυτρώσει και εμπόδιζε την ομαλή ανάπτυξη(δισκάφισμα).
Τον Ιούνιο άρχιζε επίσης η διαδικασία παραγωγής της μαστίχας με το καθάρισμα (ξύσιμο) των σχίνων.
Το ξερό και χορταριασμένο επίπεδο μέρος του εδάφους, που περιέβαλλε τον χοντρό, κυρτό και πολυσχιδή κορμό του σχίνου, καθαριζόταν με ένα τριγωνικό μεταλλικό επίμηκες εργαλείο {άμια), σκουπιζόταν με μια αυτοσχέδια πρόχειρη σκούπα(φροκαλιά), φτιαγμένη συνήθως με ακανθωτό χαμόκλαδο (αθρίμπα ή αχινοπόδι) και καλυπτόταν με ένα λεπτό στρώμα άσπρου χώματος που είχαν φέρει μαζί τους οι παραγωγοί (αμμούδισμα). Το ασπρόχωμα το έβγαζαν από κατάλληλες περιοχές, συνήθως κοντά στο χωριό, οι οποίες, λόγω της μακροχρόνιας χρήσης τους, είχαν μετατραπεί σε μικρές, συχνά επικίνδυνες, υπόγειες στοές (κούφοι).Το αμμούδισμα εμπόδιζε την υγρή μαστίχα, που έτρεχε από τον κορμό του σχίνου, να κολλήσει στο έδαφος. Με το αμμούδισμα γινόταν και το πρώτο υποτυπώδες κέντημα, κυρίως στη βάση του κορμού του σχίνου (ρίνιασμα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου